- σφηκῶ
- σφηκόςmasc/neut gen sg (doric aeolic)σφηκόωmake like a wasppres subj act 1st sgσφηκόωmake like a wasppres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφηκώ — όω, Α [σφήξ, ηκός] 1. δένω στερεά, συσφίγγω («καὶ τὸν αὐχένα μικρὸν ἐπικλίνας τό τε ὅλον σῶμα σφηκώσας», Ηλιόδ.) 2. δένω γύρω γύρω σφιχτά 3. στηρίζω καλά, στερεώνω 4. κλείνω καλά («αἱ θυρίδες ἀνεώγνυντο εὖ καὶ καλῶς ἐσφηκωμέναι ἔνδοθεν», Αριστείδ … Dictionary of Greek
σφήκω — σφηκόω make like a wasp pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) σφηκόω make like a wasp imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισφηκώ — ἐπισφηκῶ, όω (Α) δένω, συνδέω, σφηνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφηκώ «συνδέω»] … Dictionary of Greek
κατασφηκώ — κατασφηκῶ, όω (Α) καρφώνω στερεά, στερεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σφηκῶ «σφίγγω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
περισφηκώ — όω, Α 1. περιδένω, περισφιγγω ὁπως όταν περιδένει κανείς το στόμιο δοχείου, στουπώνω 2. παθ. περισφηκοῡμαι, όομαι α) περισφίγγομαι, περιδένομαι σφιχτά β) περιβάλλομαι με μεταλλική επένδυση για ενίσχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφηκῶ «περισφίγγω,… … Dictionary of Greek
συσφηκώ — όω, Α συνδέω σφιχτά, συσφίγγω, συνενώνω («πάντα συνεσφήκωσεν ὁμοῡ τεταραγμένα πρόσθεν», Τίμων Φλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σφηκῶ «δένω, συσφίγγω» (< σφήξ, ηκός)] … Dictionary of Greek
σφήκωμα — τὸ, ΜΑ [σφηκῶ] 1. επίδεσμος σφηνοειδής ως προς το σχήμα 2. σχοινί αρχ. η κορυφή τής περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο … Dictionary of Greek